- ερυθρομυκίνη
- Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα, που παράγεται βασικά από το μανιτάρι ακτινομύκης ο ερυθρός. Είναι εξαιρετικά δραστική για τα πιο πολλά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια (σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους, πνευμονιόκοκκους κ.ά.) αλλά και για μερικά αρνητικά κατά Γκραμ βακτήρια (βρουκέλες, κ.ά.). Η ε. δεν μεταβάλλει την εντερική χλωρίδα και γι’ αυτό είναι ανεκτή από τον οργανισμό. Χρησιμοποιείται κατά της πνευμονίας και άλλων λοιμωδών νόσων και για την καταπολέμηση των σταφυλόκοκκων, που είναι ανθεκτικοί στην πενικιλίνη, στη στρεπτομυκίνη και στις τετρακυκλίνες. Βλ. λ. αντιβιοτικά.
* * *ηαντιβιοτικό ευρέος φάσματος.
Dictionary of Greek. 2013.